- Ακάθιστος Ύμνος
- Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με ακροστιχίδες που ονομάζονται οίκοι. Ο Α.’Υ. απέκτησε ιδιαίτερη σημασία όταν, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641), και ενώ αυτός είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, πολυάριθμοι Πέρσες και Άβαροι πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Οι λίγοι υπερασπιστές της πόλης, εμψυχωμένοι από τον πατριάρχη Σέργιο, μπόρεσαν να τους αποκρούσουν. Σε ανάμνηση αυτής της νίκης που την απέδωσαν σε παρέμβαση της Θεοτόκου, αποφασίστηκε να ψάλλεται ο ύμνος αυτός κάθε χρόνο σε ειδική ακολουθία και με το εκκλησίασμα όρθιο. Γι’ αυτό και ονομάστηκε Α.Ύ.
Το ποίημα ανήκει στο είδος της εκκλησιαστικής ποίησης και συγκεκριμένα στην κατηγορία των ύμνωνκοντακίων. Αποτελείται από προοίμιο (Tη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια)και 24 στροφές (οίκους ή τροπάρια), γραμμένα όλα στο ρυθμοτονικό σύστημα (ισοσυλλαβία και ομοτονία των στίχων των τροπαρίων). Από τους 24 οίκους οι περιττοί αποτελούνται από 18 στίχους ο καθένας, οι 13 από τους οποίους αρχίζουν με την προσφώνηση χαίρε προς την Παναγία (γι’ αυτό ο ύμνος και η ακολουθία του ονομάζονται και χαιρετισμοί) και κλείνουν με το εφύμνιο: Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε. Οι άρτιοι οίκοι αποτελούνται από 6 στίχους ο καθένας και κλείνουν με το εφύμνιο αλληλούια. Μεγάλη συζήτηση στους κόλπους των θεολόγων, ιστορικών και φιλολόγων προκάλεσαν τα προβλήματα του χρόνου συγγραφής του ύμνου και του συντάκτη του. Η διατύπωση του προοιμίου «Tη υπερμάχω στρατηγώ...» δημιουργούσε την εσφαλμένη εντύπωση ότι όλος ο ύμνος θα έπρεπε να είχε συνταχθεί μετά την απολύτρωση της Κωνσταντινούπολης από κάποιο μεγάλο κίνδυνο (ίσως της επιδρομής Αβάρων και Περσών του 626), τον οποίο η Θεοτόκος, ως υπέρμαχος στρατηγός, κατόρθωσε να αποτρέψει. Εντούτοις, η εξέταση του κύριου σώματος του ύμνου δεν συνηγορούσε σε μια τέτοια άποψη. Διάφορα, κυρίως μορφολογικά, στοιχεία του κειμένου τοποθετούν το ποίημα πιθανότατα στον 6ο αι. Ποικίλες εικασίες διατυπώθηκαν κατά καιρούς για τον συντάκτη του ύμνου. Οι απόψεις συγκλίνουν στο πρόσωπο του Ρωμανού του Μελωδού ή σε κάποιον υμνογράφο της σχολής του. Παρατηρείται πως, μολονότι το ποίημα φέρει τη σφραγίδα της υψηλής πνοής και τέχνης που διακρίνει τα έργα του Ρωμανού, εντούτοις η δομή του διαφέρει από τον συνηθισμένο τύπο κοντακίου του μεγάλου ποιητή. Η μεγάλη καλλιτεχνική και λειτουργική αξία του ποιήματος φαίνεται και από τις πολυάριθμες μεταφράσεις (λατινικά, αραβικά, σλαβικά, τουρκικά κ.ά.) και μιμήσεις του. Από τον ύμνο εμπνεύστηκε και η βυζαντινή ζωγραφική που απέδωσε εικαστικά τους 24 οίκους του σε εικόνες, τοιχογραφίες και μινιατούρες χειρογράφων.
«Η θεοτόκος του Ακάθιστου Ύμνου», φορητή εικόνα στη μονή του Ηλιακού, στην Κύπρο.
* * *ύμνος της Ελληνορθόδοξης παράδοσης, θυσαυρισμένος στην ομώνυμη ακολουθία που ψάλλεται στον όρθρο τού Σαββάτου τής πέμπτης Εβδομάδας των Νηστειών και τμηματικά την Παρασκευή των τεσσάρων πρώτων εβδομάδων των Νηστειών.
Dictionary of Greek. 2013.